ευρρεης

ευρρεης
    ἐϋρρεής
    2
    Hom., Hes. = εὔροος См. ευροος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "ευρρεης" в других словарях:

  • εϋρρεής — ἐϋρρεής και εὐρεής, ές (Α) αυτός που ρέει ωραία («ἐϋρρεῑος ποταμοῑο», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ρε(F)ής (< ρέ(F)ος, το). Ο τ. γενικής ευρρείος < *ευρρεFεος] …   Dictionary of Greek

  • εΰρρειτος — ἐΰρρειτος, είτη, ον (Α) ο ευρρεής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ρειτος (< *ρεFετος < ρέω < ρεFω)] …   Dictionary of Greek

  • ευρεής — εὐρεής, ές (Α) βλ. εϋρρεής …   Dictionary of Greek

  • εϋρρείτης — ἐϋρρείτης, ὁ (Α) εϋρρεής. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ρειτης (< * ρεFε της < ρεFω), πρβλ. ακαλα ρρείτης, βαθυρρείτης] …   Dictionary of Greek

  • εϋρρείων — ἐϋρρείων, ουσα, ον (Α) ο εὐρρεής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ρείω, επικ. τ. τού ρέω] …   Dictionary of Greek

  • ἐυρρεέος — ἐϋρρεέος , ἐυρρεής fair flowing masc/fem/neut gen sg (epic doric ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐυρρεῖος — ἐϋρρεῖος , ἐυρρεής fair flowing masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»